- λοιμῶδες
- λοιμώδηςpestilentialmasc/fem voc sgλοιμώδηςpestilentialneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρoυκέλωση — Λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, χοίρους), από τα οποία μολύνεται και ο άνθρωπος. Λέγεται και μελιταίος ή κυματοειδής πυρετός. Η νόσος οφείλεται σε ένα κοκκοβακτηρίδιο, τη βρουκέλατου μελιταίου (brucella… … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
μαλακό έλκος — Λοιμώδες, σεξουαλικά μεταδιδόμενο (αφροδίσιο) νόσημα που εκδηλώνεται στα εξωτερικά γεννητικά όργανα με την εμφάνιση πυώδους ελκωτικής βλάβης με ανώμαλα χείλη και σκούρο πυθμένα. Οφείλεται σε κοκκοβακτηρίδιο, τον αιμόφιλο του Ντικρέ, και… … Dictionary of Greek
έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… … Dictionary of Greek
οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
ακτινομυκητίαση — Λοίμωξη των πνευμόνων. Προκαλείται από ένα βακτηρίδιο το οποίο σχηματίζει αποικίες που μοιάζουν με εκείνες των μυκήτων. * * * ή ακτινομύκωση, η Ιατρ. χρόνιο, συνήθως, λοιμώδες νόσημα, προκαλούμενο από ένα είδος ακτινομύκητα (Αctinomyces israelii) … Dictionary of Greek
ισοπάθεια — η ιατρ. ιπποκρατική θεωρία κατά την οποία ο οργανισμός, όταν πάσχει από λοιμώδες νόσημα, παράγει ουσίες ικανές να καταπολεμήσουν αυτό το νόσημα … Dictionary of Greek
κεγχρίας — ο (ΑΜ κεγχρίας, ὁ) νεοελλ. φρ. ιατρ. «κεγχρίας πυρετός» λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από άφθονο ιδρώτα και από εμφάνιση ιδρώων στο δέρμα αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με κεχρί 2. φίδι που έχει στο δέρμα του εξογκώματα όμοια με κεχρί 3. φρ.… … Dictionary of Greek
κοκκιδιοειδομυκητίαση — και κοκκιδιοειδομύκωση, η ιατρ. λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από την εισπνοή σπορίων τού μύκητα Coccidioides immitis. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coccidioidomycose < coccidioides (< coccidie + oides) + mycose (< myc < μύκης … Dictionary of Greek
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek